- συνεπιπλέκω
- ΜΑ [ἐπιπλέκω]1. πλέκω κάτι μαζί με κάτι άλλο2. παθ. συνεπιπλέκομαιεμπλέκομαι, συμπλέκομαι στενά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνεπιπλοκή — ἡ, Α [συνεπιπλέκω] 1. ύπαρξη αμοιβαίων σχέσεων, επικοινωνία 2. πληθ. αἱ συνεπιπλοκαί αστρολ. αλληλεπιδράσεις μεταξύ τών πλανητών … Dictionary of Greek